Αθήνα 1 απο 3

Αφιερωμένο

Περπατούσε γρήγορα και σκεφτικός, βιαζόταν, δεν ήθελε να φτάσει αργά στο μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.
- Γαμώ την κίνηση, σκέφτηκε, υπάρχει και η δυσκολία στο παρκάρισμα ίσα ίσα που θα φτάσω στην ώρα μου.
Δεν του άρεσε να αργεί, σκεφτόταν ότι ίσως εκείνη να είχε φτάσει πιο νωρίς και να περίμενε απ’ έξω. Του άρεσε πάντα να είναι πιο νωρίς στα ραντεβού του. Δεν εκτιμούσε καθόλου αυτούς που καθυστερούσαν, χαμογέλασε.
- Λόγω επαγγέλματος, μου είναι και λίγο δύσκολο να καθυστερώ, σκέφτηκε.
Μια ευτραφής κυρία με τσάντες από το σούπερ μάρκετ έπεσε επάνω του.
- Συγνώμη είπε χωρίς να σκεφτεί.
Εκείνη ούτε που απάντησε ή έδωσε σημασία.
- Γαϊδούρια, σκέφτηκε, όσο ωραία είναι αυτή η πόλη τόσο την καταστρέφουν οι αγενείς και χωρίς παιδία κάτοικοί της.
Έφτασε στην πολυκατοικία και ανέβηκε γρήγορα στο διαμέρισμα είχε καθυστερήσει τελικά δυο λεπτά. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Το διαμέρισμα ήταν του καλύτερου του φίλου, συνήθως ήταν νοικιασμένο σε φοιτητές, αλλά, τώρα με τα καινούργια μέτρα του Υπουργείου μειώθηκαν οι φοιτητές και ήταν ξενοίκιαστο. Συμφώνησαν λοιπόν να του δίνει ένα μικρό πόσο σαν ενοίκιο, και έτσι και οι δυό έμειναν ευχαριστημένοι.
Μπήκε στο μικρό σαλόνι, μία πολυθρόνα στην μια άκρη με ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα, ένα στερεοφωνικό στην άλλη, ένα καβαλέτο όμοιο με αυτό που χρησιμοποιούν οι ελαιοχρωματιστές στην μέση γυαλισμένο και καλυμμένο με δέρμα στην κορυφή και μία περίεργη κατασκευή στον τοίχο από παλέτες.
- Τι μπορείς να κάνεις με απλά καθημερινά υλικά αν έχεις φαντασία, σκέφτηκε.
Κοίταξε το ρολόι του και εκνευρισμένος πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε ένα ποτό.
- Άργησε πάλι, σκέφτηκε, και αφού της είχε εξηγήσει ότι δεν είχε και πολύ καιρό στην διάθεση του, είχε να πάει και σε εκείνη την συγκέντρωση στο σπίτι του ….. Βαριόταν αφάνταστα όλο οι ίδιες και οι ίδιες μαλακίες, το καινούργιο μας τζιπ, το σπίτι στο νησί ή στο βουνό, το κολέγιο του παιδιού. Και όταν καλυφθούν αυτά τα μεγάλα και φλέγοντα θέματα συνεχίζουμε με τι είπε η Λαμπίρη και η Τατιάνα. Χίλιες φορές προτιμούσε να ήταν σε ένα βουνό και να μιλούσε με ένα βοσκό. Τουλάχιστον αυτός θα ήταν πιο αληθινός και είχε και κάτι να πει.
Πίνοντας μια γουλιά από το ποτό σταμάτησε και κοίταξε την κρεβατοκάμαρα. Ένα τεράστιο κρεβάτι έπιανε όλο τον χώρο. Ένα κρεβάτι, από αυτά με τα σιδερένια κάγκελα στο κεφαλάρι και στην ποδιά. Θυμάται ότι όταν το αγόραζαν με τον φίλο του, είχε επιμείνει για την αγορά και εκείνος τον κοίταζε απορημένος.
- Φαντάσου να ήξερε και τι το ήθελα, σκέφτηκε.
Εκείνη την στιγμή χτύπησε το κουδούνι από την κάτω πόρτα, χωρίς να ρωτήσει άνοιξε.
- Πως φαίνεται αυτός που μένει σε μονοκατοικία, σκέφτηκε, κανονικά έπρεπε να ρωτήσω, τόσος κόσμος τριγυρνά εδώ γύρο.
Λίγα λεπτά μετά χτύπησε η πόρτα. Το χτύπημα δειλό ίσα που ακούστηκε. Δεν πειράζει που δεν ρώτησε τελικά για εδώ προοριζόταν ο επισκέπτης.
Πήγε και άνοιξε την πόρτα και την είδε να στέκεται μπροστά του. Το γλυκό το κοριτσάκι του, φοβισμένο, φαινόταν τόσο εύθραυστο τόσο ευάλωτο.
- Συγνώμη, είπε, κοιτώντας το πάτωμα.
Ήξερε ότι δεν του άρεσαν οι φτηνές δικαιολογίες, του άρεσε αυτό, είχε αρχίσει λοιπόν να προσαρμόζεται.
Της είπε να περάσει μέσα έκλεισε πίσω του την πόρτα και πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα του. Εκείνη στεκόταν όρθια με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά. Κάθισε λίγο πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του και την θαύμασε. Ήξερε ότι αυτό την έκανε να αισθάνεται άβολα και το απολάμβανε, όσο δεν της μιλούσε και δεν έκανε τίποτα αύξανε την αγωνία της.
- Φόρα το κολάρο σου, της είπε με απαλή φωνή.
Published by afentisgr
1 year ago
Comments
1
Please or to post comments
nikossi
nikossi 1 year ago
anipomonoume gia tin sinexia
Reply