Μια ιστορία για εμάς (μέρος γ’)

Η κόλαση τελικά δεν είναι πάντα ένας δρόμος πολύ μοναχικός. Ο Δάντης και ο Φάουστ την γνώρισαν όπως και έμαθαν ότι το μεγαλύτερο τέχνασμα που έκανε ο Διάβολος στον άνθρωπο ήταν να τον πείσει ότι δεν υπάρχει. Οι δύο καλλονές μετά από μια μικρό ταξίδι στον κόσμο του Μορφέα, χέρι χέρι βάδισαν προς την δεύτερη πόρτα. Άφησαν πίσω αναμνήσεις από χαμένους παραδείσους και με καθαρή ψυχή εισήλθαν στο βασίλειο της απόλαυσης. Όταν έκλεισε η πόρτα η Άννα σάστισε, ένας μεγάλος χώρος, ένα πελώριο αλατοσπήλαιο φτιαγμένο για να θυμίζει ζοφερό άντρο. Είχε ακούσει για τις θεραπευτικές ικανότητες του ορυκτού αλατιού αλλά δεν περίμενε ποτέ να δει κάτι αντίστοιχο. Ήταν ημιφωτισμένο και το ροζ ορυκτό λαμπύριζε δίνοντας μια ηδονική ατμόσφαιρα. Σε κοντινά ερμάρια από λευκό ξύλο, όλων των ειδών τα εργαλεία αραδιασμένα. Μαστίγια, δονητές, σφήνες, χειροπέδες και τόσα άλλα θύμιζαν αίθουσα βασανισμού. Από το ταβάνι κρέμονταν αλυσίδες που κατέληγαν σε μαλακά γούνινα δεσμά. Στο βάθος μαύρα δερμάτινα κατασκευάσματα σαν μεγάλα σκαμπό που επάνω ήταν δεμένοι άνδρες και γυναίκες. Μαυροντυμένοι βασανιστές με τεράστιους πούτσους ορθωμένους, μαστίγωναν καλεσμένους και καλεσμένες. Ένας αδύνατος απολάμβανε χτυπήματα με μια μαύρη δερμάτινη ρακέτα ενώ μια μελαχρινή με όμορφο κώλο βογκούσε όπως ο βασανιστής έχωνε στην στενή πίσω πόρτα μια γυάλινη σφήνα. Στο κέντρο της αίθουσας και σε έναν θρόνο καθόταν και απολάμβανε μια όμορφη ξανθιά η βασίλισσα. Ήταν μια καλλονή με δερμάτινα, μεγάλο ελεύθερο στήθος και μακριά καστανά μαλλιά. Φορούσε δερμάτινη μάσκα. Άφησε ξαφνικά την ξανθιά και προχώρησε προς τις όμορφες.
- Καλωσήλθατε στο μέρος που δεν υπάρχουν κανόνες. Είμαι η αφέντρα και ότι λέω ΕΓΩ γίνεται. ΜΜΜ φίλες βλέπω, είπε και χάιδεψε το όμορφο πρόσωπο της Μαργαρίτας. Γύρισε την Άννα και της λύγισε τη μέση. Χτύπησε με μια ξυλιά τον σφιχτό κώλο.
- Αφέντρα. Η λέξη ασφαλείας ισχύει? Ρώτησε η Άννα
- Φοβάσαι μικρή μου? Είπε και η Άννα την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν μια πασίγνωστη τραγουδίστρια, Έλενα την έλεγαν. Χυμώδης και αγαπητή, δεν το πίστευε.
- Εσύ, είπε για να την ψαρώσει.
- Ναι εγώ, απάντησε και έβγαλε την μάσκα. Δεν πρόλαβε να την κοιτάξει η Άννα και αυτή κόλλησε τα χείλη στα δικά της. Της έδωσε το πιο παθιασμένο γλωσσόφιλο ενώ την ίδια στιγμή η Έλενα έβαζε δάχτυλο στην Μαργαρίτα.
- Μμμ. Θα σας μάθω τρόπους εδώ είπε η αφέντρα και χαμογελαστή ξαναφόρεσε την μάσκα.
- Λοιπόν τι? Είπε ειρωνικά η Μαργαρίτα.
- Λοιπόν? Τολμάς? Απάντησε αυστηρά και της άστραψε ένα δυνατό σκαμπίλι. Η Μαργαρίτα σάστισε. Ελάτε εσείς οι δύο πρόσταξε σε δυο γιγαντιαίους μαύρους που περίμεναν υπομονετικά στις σκιές. Ήταν πελώριοι και καυλωμένοι με δυο τεράστιους πούτσους.
- Μη, Τι? είπε η Μαργαρίτα
- Στον τόπο τις τιμωρίας με τις 9 ουρές πρόσταξε πάλι.
Την μετέφεραν και την έστησαν στα τέσσερα. Ο ένας την κρατούσε ενώ ο άλλος πήρε ένα μικρό μαστίγιο και άρχισε να την χτυπάει αργά με αυξανόμενη δύναμη.
- Ααχ γιατί? Τι έκανα?
- Μάλλον είσαι λιγάκι άτακτη. Θα σε στρώσω όμως. ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ.
Ο πιστός σκλάβος της αφέντρας άρχισε να την χτυπάει εναλλάξ δεξιά και αριστερά με περισσότερη δύναμη. Τα χτυπήματα ήταν πιο δυνατά αλλά εναλλάσσονταν αργά.
- ΣΤΟΠ. Είσαι ακόμα άτακτη ρώτησε και της πρότεινε την ακριβή μαύρη γόβα της.
- Όχι αφέντρα μου, θα είμαι καλό κορίτσι είπε η Μαργαρίτα και της φίλησε την γόβα.
- Αρκετά, είπε ενώ ο υπηρέτης έβαζε υδατική κρέμα στην χτυπημένη περιοχή.
- Σειρά σου μωρό μου είπε αυστηρά και έπιασε την Άννα από τον λαιμό. Το σφίξιμο ήταν απαλό αλλά η μασκοφορεμένη ικέτης της Αφροδίτης σάστισε.
- Μη, σε παρακαλώ.
- ΕΤΣΙ, ευγενικά προς την αφέντρα απάντησε με πολύ ναζιάρικη φωνή.
- Τι θα μου κάνετε?
- ΔΕΣΤΕ ΤΗΝ. ΕΚΕΙ πρόσταξε και έδειξε τις αλυσίδες με τα δεσμά. ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΔΙΠΛΑ ΤΗΣ.
Ο κάθε υπηρέτης έδεσε τις επίδοξες σκλάβες. Τα δεσμά ήταν απαλά επενδυμένα με γούνα και δεν πλήγωναν. Έδεσαν και τα πόδια που παρέμειναν ανοιχτά. Μπορούσαν να στηριχτούν καλά στα τακούνια τους γιατί η ισορροπία των δεσμών ήταν τέλεια. Κρέμονταν από την οροφή λοιπόν, καλά στηριγμένες και περίμεναν. Η Μαργαρίτα κοίταξε την Άννα αλλά δεν πρόλαβε να της μιλήσει γιατί ο δικός της βασανιστής την φίμωσε με ένα μαλακό μπαλάκι gag με λουρί που έδενε πίσω από το κεφάλι. Ακολούθησε κάλυψη των ματιών μ ένα μεταξωτό μαύρο μαντίλι. Τώρα τα ερεθίσματα που θα βίωναν δεν θα ήταν οπτικά, το άγγιγμα θα έκανε τα πάντα. Η Άννα ρίγησε. Ήθελε όμως πολύ, ότι κι αν επακολουθούσε θα το δεχόταν.
Το ερωτικό βασανιστήριο άρχισε με σφιγκτήρες θηλών. Κρατούσαν τις δυο θηλές ερεθισμένες αλλά δεν είχαν ρυθμιστεί να δημιουργούν πολύ πόνο. Οι δύο ερεθισμένες γυναίκες κατάλαβαν ότι οι σφιγκτήρες ενώνονταν με αλυσίδα ανάμεσα τους έτσι όταν η μία έκανε κάποια κίνηση, η δεύτερη ένοιωθε να την τραβούν. Ήταν τόσο ερεθιστική η κατάσταση που οι δύο ένοιωθαν τα υγρά να τρέχουν στα πόδια τους φανερά καυλωμένες. Μύρισαν θειάφι, η μυρωδιά των σπίρτων και της κόλασης, πόσο ταιριαστό.
- Μμμ έτοιμες για την αφέντρα Έλενα. Λοιπόοον, για να δούμε πως θα σας περιποιηθώ. Για γευτείτε λίγο είπε και έβαλε το δάχτυλο πρώτα στο στόμα της Άννας και μετα της Μαργαρίτας.
- Υπέροχο. Δική μου καύλα και λευκό κρασί. Σας αρέσει? Και οι δύο έγνεψαν θετικά. Τέλεια. Δεν έχω πολύ ωραία γεύση? Και οι δύο έγνεψαν θετικά και πάλι.
Η Άννα ένοιωσε ένα γλυκό κάψιμο στις αιχμάλωτες ρώγες της. Κάτι υγρό και καυτό έσταξε πάνω. Ήταν σίγουρα κερί. Βόγκηξε από πόνο και ηδονή και το ίδιο άκουσε να κάνει και η Μαργαρίτα. Στην συνέχεια πάνω από το στήθος. Και στα πλάγια του σώματος πάνω από τα πόδια και ακριβώς επάνω στο στημένο κωλαράκι. Ήταν απίστευτη εμπειρία αλλά έγινε ακόμα μια καυτή όταν δροσερό υγρό που μύριζε κρασί έπεσε πάνω στις περιοχές που υπέστησαν το βασανιστήριο του κεριού. Η Άννα βόγκηξε από ευχαρίστηση. Ήταν απίστευτο και ένοιωθε να λιώνει η ίδια. Το χύσιμο με την ζεστή ουσία επαναλήφθηκε και ακολούθησε το κρασί. Τα γόνατα της λύθηκαν, ήθελε να λιποθυμήσει από ηδονή όταν η αφέντρα Έλενα της έβαλε δάχτυλο και στην συνέχεια την έγλυψε μέχρι κορύφωσης. Κάποιος πρέπει να έκανε το ίδιο στην Μαργαρίτα. Η Άννα έχυσε διπλό οργασμό. Σήμερα η καρδιά θα σταματούσε από την καύλα.
- Μμμ τόσο νόστιμη. Χύνεις απίστευτα μωρό μου, λιώνεις στο στόμα. Την φίλη σου την έχω ξαναπιεί μην ανησυχείς. Είσαι έτοιμη λοιπόν για τον Μεγάλο Αφέντη, εξάλλου, στην κόλαση βρίσκεσαι.
Η Άννα ρίγησε όταν η πόρτα πίσω της άνοιξε και πιο κρύος αέρας μπήκε μέσα. Άκουσε βήματα. Αργά και σταθερά. Κάποιος ή κάποια είχε εισέλθει στο άντρο. Ίσως ο Διάβολος σκέφτηκε.
Ένα απαλό χέρι χάιδεψε τον κώλο της Άννας. Ήταν ζεστό και άγγιζε την όμορφη σάρκα σαν να φοβόταν μην σπάσει. Η Άννα ρίγησε.
- Εσύ λοιπόν είσαι η 16, η πρόθυμη Άννα που ενώ πρωτάρα, δοκίμασε όλους τους τρόπους, όλε τις ηδονές. Εσύ είσαι. Η Άννα δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά ακόμη και αν μπορούσε θα σώπαινε για να ξανακούσει αυτή την μαγευτική βαθιά αντρική φωνή. Ένοιωσε να της λύνουν το φίμωτρο από το στόμα. Πήρε βαθιές ανάσες. Το στόμα της ήταν μουδιασμένο.
- Σ ευχαριστώ όποιος κι αν είσαι.
- Ποιος μπορεί να είμαι εδώ? Είπε γελαστά ενώ τα χέρια του βρίσκονταν πάνω της. Εξερευνούσαν απαλά το όρθιο κορμί και κινούνταν σαν δυο φίδια που την τύλιγαν αργά. Αφαίρεσε τους σφιγκτήρες από τις ρώγες και τις έπιασε ερεθισμένες στα δάχτυλά του. Μμμ όμορφες και τραγανές. Η Άννα ένοιωσε μια μακριά ζεστή υγρή γλώσσα να τις δοκιμάζει λαίμαργα. Δυο σαρκώδη χείλη τις δάγκωσαν μια μια.
- Το κάνεις τόσο ωραία. Λύσε μου τα μάτια.
- Δεν είσαι σε θέση να δίνεις εντολές αγαπητή μου. Μην προσπαθείς να υποτάξεις ένα πνεύμα ανήσυχο. Θέλω να σε προετοιμάσω πρώτα.
- Μα γιατί?
- Για το επόμενο στάδιο. Αυτό που γίνεσαι δική μου. Θέλεις?
- Ναι άρχοντά μου
- Μα τόσο εύκολο ήταν? Υποτάχθηκες κι όλας?
- Δεν… δεν μπορώ ν αντισταθώ.
- Μη μου πεις ότι πίστεψες ότι είμαι ο Διάβολος? Χα, χα
- Όχι δεν είπα αυτό
- Έλενα την έκανες καλό κορίτσι. Εγώ τώρα τι θα κάνω, θέλω να ξυπνήσω την λέαινα μέσα της
- Αφέντη μου έτσι δεν πρόσταξες? είπε η Έλενα
- Λοιπόν εσύ ανέλαβε την Μαργαρίτα σου. Πήδηξέ την εσύ, θέλω να ακούσω τις κραυγές της όταν με το strap on γαμάς την πίσω πόρτα. Κάντο.
- Μάλιστα αφέντη είπε και πήγε να προετοιμαστεί. Οι δύο μαύροι έλυσαν την Μαργαρίτα, αφαίρεσαν το φίμωτρο και την έστησαν με ανοιχτά τα πόδια σε ένα από τα σκαμπό βασανισμού.
- Σε παρακαλώ μην την πονέσεις είπε η Άννα. Fidelio, Fidelio ακούς, η λέξη ασφαλείας.
- Μα εδώ εγώ κάνω κουμάντο και δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια πια.
- Βγάλε μου την μάσκα
- Όλα με τον χρόνο τους είπε και της χάιδευε την δική της πίσω πόρτα. Στενή και λαχταριστή. Ας βάλω το γάντι μου. Τέλεια.
Ένοιωσε ένα δάχτυλο να της χαϊδεύει την τρύπα. Latex και κρύο τζέλ. Το δάχτυλο μπήκε μέσα χωρίς προειδοποίηση. Βόγκηξε.
- Μη, σε παρακαλώ. Μη…σταματάς είπε με πόνο και νάζι.
- Έτσι καλό κορίτσι. Μμ πόσο όμορφα με ρουφάει μέσα. Μα ήταν τόσο στενή και πόσο εύκολα άνοιξε. Ας δοκιμάσω άλλο ένα.
- Μη πονάω. Πούστη άντρα. Μη σου λέω με πονάς. Σταμάτα, δεν, δεν….μη
Η Άννα ήθελε να διακόψει, Πονούσε. Μέσα της ένοιωσε να παίρνει φωτιά. Άκουσε μια κραυγή, ήταν ηδονή και πόνος μαζί. Ήταν η Μαργαρίτα.
- Ας βγάλουμε λοιπόν το μαντήλι είπε ο ξένος με γλυκιά φωνή και το αφαίρεσε.
Η Άννα χάθηκε στο θέαμα. Το σοκ ήταν απίστευτο. Οι δύο σκλάβοι κρατούσαν την Μαργαρίτα που ήταν σκυμμένη επάνω στην κατασκευή ενώ η Έλενα που φορούσε αν μαύρο μεγάλο strap on, την σοδόμιζε αργά. Η όμορφη γυναίκα είχε αφεθεί κατάκοπη στον παρα φύσιν έρωτα και η Άννα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν απολάμβανε ή πονούσε. Ένοιωσε να στάζει ξαφνικά όταν κατάλαβε ότι το θέαμα από επώδυνο έγινε φανερά ερωτικό. Η Μαργαρίτα ήταν εκεί και έκανε έρωτα. Πόσο ήθελε να πάει κοντά, να την κρατήσει αυτή. Η Έλενα τον έβαλε όλο μέσα και κρτήθηκε εκεί. Την γέμισε. Ο ένας από του μαύρους την άφησε και πήγε πίσω από την τραγουδίστρια. Κάρφωσε τον πελώριο πούτσο μέσα στην ήδη παραβιασμένη τρύπα της Έλενας, άλλωστε το είχε ξανακάνει πιο πριν. Η γυμνασμένη καλλονή βόγκηξε στο πιο καυλωτικό τρενάκι πηδήματος.
Αυτός, έσπρωξε τα δικά του δάχτυλα μέσα στην Άννα. Βαθιά.
- Έτοιμή είπε και τα έβγαλε αργά από μέσα της. Η Άννα ένοιωσε κάτι σκληρό και κρύο να την παραβιάζει στην συνέχεια. Ήταν μια μικρή γυάλινη σφήνα. Μπήκε στην θέση της και η Άννα ένοιωσε καλύτερα.
Ο ξένος την έλυσε. Αυτή γύρισε και τον κοίταξε, ήταν ο Γιατρός. Αυτός, ολόγυμνος και καυλωμένος, έβγαλε το γάντι και υποκλίθηκε ευγενικά. Την έπιασε αγκαλιά και την σήκωσε σαν πούπουλο. Την οδήγησε σε ένα μεγάλο στρογγυλό κρεβάτι που βρισκόταν στο βάθος. Ήταν κατακόκκινο με μεγάλες μαξιλάρες ενώ στην οροφή υπήρχαν καθρέπτες. Η Άννα ξάπλωσε υπάκουα. Η σφήνα στην πίσω πόρτα της έφερνε μια γλυκιά αίσθηση παραβίασης. Τον κοίταζε προσεκτικά, ήταν μυώδης και όμορφος τελικά. Φαινόταν σαν να τον περιβάλλει μια φωτεινή άλω, ήταν πολύ παράξενό. Ίσως να έφταιγε η υπερβολική σεξουαλική κόπωση, ίσως να έφταιγε το αλατοσπήλαιο με τις αρωματικές αναθυμιάσεις. Αυτό που της άρεσε περισσότερο ήταν το βλέμμα που την κάρφωνε. Ήταν γλυκό και την ίδια στιγμή σκληρό. Ήταν το βλέμμα ενός αμαρτοφάγου, αυτού που κατανάλωνε τις αμαρτίες σου για να σε λυτρώσει. Την ήθελε. Άγρια. Διέκρινε τον ορθωμένο πέτρινο ανδρισμό, ήταν μεγάλος, τραχύς, γεμάτος φλέβες και ολοδικός της. Ξαφνικά τα βογγητά καύλας Έλενας και Μαργαρίτας δεν ακούγονταν πια. Τίποτα δεν είχε σημασία γύρω, υπήρχαν μόνο οι δυο τους. Ένοιωθε σαν βορρά αρπακτικού, ετοιμαζόταν να καταβροχθισθεί αλλά το παράξενο ήταν πως για πρώτη φορά, προσέφερε τον εαυτό της ευλαβικά χωρίς όρους, χωρίς κανόνες, χωρίς όρια.
Ξάπλωσε ευλαβικά δίπλα της και την φίλησε απαλά στο στόμα. Τον αγκάλιασε και ένοιωσε την θέρμη του σώματός του. Της άρεσε πολύ. Υπήρχε κάτι πολύ σκοτεινό σε αυτό τον άντρα, κάτι πολύ ερωτικό που την έλκυε σαν μαγνήτης. Γύρισε μπρούμητα. Ένοιωσε το ξένο σώμα μέσα της βαθιά να την πιέζει, την καύλωνε πολύ. Ένοιωσε και το μεγάλο καυλί του να τρίβεται επάνω στο σώμα. Την φίλησε ερωτικά. Το φιλιά του ήταν ζουμερά και βαθιά, είχε γεύση φράουλας και καραμέλας μαζί, ήταν απίστευτο γιατί και οι δύο ήταν οι αγαπημένες της γεύσεις. Έπιασε τον σκληρό πούτσο με τα χέρια. Είχε απαλό δέρμα σαν να βουτάς τα χέρια σε μαλακό βούτυρο. Τον έπαιξε ανυπόμονα. Τον ήθελε παντού μέσα της. Ήταν πολύ ευγενικός μαζί της, το έβλεπε στις κινήσεις, στα φιλιά. Τον ήθελε γαμώτο, ήθελε να είναι αυτός ο υπέροχος πούτσος μέσα της ήδη. Δεν την ένοιαζε ακόμη και αν ξεφτιλιστεί, ακόμα και αν πονέσει.
- Έλα, πάρε με. Πάρε με άγρια αφέντη μου είπε ναζιάρικα όπως τις έγλυφε τα ερεθισμένα στήθη. Οι ρώγες πονούσαν από την καύλα.
Τον πήρε στο στόμα της. Προσπάθησε να του κάνει την πιο τέλεια, την πιο υγρή, την πιο καυλωμένη πίπα της ζωής της, ήθελε να τον ευχαριστήσει. Δάγκωνε, έγλυφε, έφτυνε τον όμορφο πούτσο. Τον έπαιρνε μέσα το στόμα κι ας πνιγόταν, όλο μέχρι την βάση. Ήταν πολύ επίπονο αλλά δεν την ένοιαζε. Τον ρουφούσε λαίμαργα, τον έπαιζε, δάγκωνε τα μεγάλα γεμάτα με νέκταρ αρχίδια, τα ζουλούσε ασταμάτητα. Αυτός δεν έδειχνε ίχνος πόνου, έμοιαζε σαν να είχε φτιαχτεί από τιτάνιο. Ο μουσκεμένος πούτσος βγήκε από το ζεστό στόμα. Την φίλησε και πάλι ερωτικά, κι άρχισε να κατεβαίνει. Ένοιωθε την γλώσσα να διαγράφει ερωτικό δρόμο επάνω σε σάρκινο καμβά, την ένοιωθε μακριά σαν φιδιού να την ερεθίζει. Σταμάτησε λίγο και ασχολήθηκε με τον αφαλό, της άρεσε πολύ εκεί. Πως γίνεται να γνωρίζει κάθε επιθυμία της σκέφτηκε, πως είναι δυνατόν. Δεν μπορούσε αλλά δεν την ενδιέφερε να το εξηγήσει. Κάρφωσε τα μάτια της στους καθρέπτες. Έμοιαζε το απόλυτο ερωτικό σχήμα. Δεν ξεχώριζες άτομα, μόνο ένα σύμπλεγμα από καυτά κορμιά. Πρόσεξε ψηλά στην πλάτη του δυο επιμήκεις μαύρες ουλές, σαν να ήταν άγγελος και κάποιος να του είχε ψαλιδίσει τα φτερά. Ήθελε να γίνει ο άγγελός της, ΤΩΡΑ.
Την έγλυψε απολαυστικά αργά και επιδέξια. Καμιά κίνηση της μακριάς γλώσσας δεν ήταν ίδια με την προηγούμενη. Έπαιζε με την ερεθισμένη κλειτορίδα και γαμούσε βαθιά το μουσκεμένο παράδεισο. Τόσο βαθιά που η Άννα δεν το πίστευε. Του χάιδευε τα μεταξένια μαλλιά, τον γούσταρε. Την γαμούσε με την γλώσσα ασταμάτητα, την καταβρόχθιζε, έπινε την ψυχή της την ίδια. Αυτή, έχυσε ίσως τον μεγαλύτερο οργασμό της ζωής της. Ήταν ένας χείμαρρος καυτού οργασμού, ένα ηφαίστειο που έσκασε στο στόμα του απόλυτου εραστή. Έχυνε αργά, βασανιστικά και οι σπασμοί είχαν καταλάβει και καταβάλλει σώμα και ψυχή. Τα ήπιε όλα, ακόμη και τον δεύτερο απανωτό οργασμό που ξεπήδησε από τα έγκατα της καύλας. Πλησίασε την Άννα και άλειψε τα χείλη της με γλυκό νέκταρ αφού τα είχε ήδη βουτήξει στην πηγή. Αυτή τον φίλησε παθιασμένα και αφέθηκε σε νέα χάδια.
Τον ένοιωσε επάνω στο κορμί μεγάλο και καυλωμένο, τριβόταν παντού και καταλάβαινε ότι αγωνιζόταν να μπει κάπου ζεστά, να αφήσει το σημάδι μέσα της. Κάποιος ξαφνικά τράβηξε τα χέρια και τα έδεσε με μια μεταξωτή γραβάτα επάνω σε κάτι που έμοιαζε με στύλο σε μια πλευρά του κρεβατιού. Ήταν πλέον όμηρος των ερωτικών διαθέσεων του αφέντη. Αυτός ατάραχος ακόμη φιλούσε παντού, την ζέσταινε με την μεγάλη μακριά γλώσσα, ετοίμαζε τον καμβά κάθε πάθους, το έργο τέχνης που έφερε το όνομά «Αφέντης». Άνοιξε τα πόδια, μόνη της, τον καλούσε και αυτός δεν απαρνήθηκε αυτό που του προσφερόταν απλόχερα. Μπήκε στο μουσκεμένο μουνάκι άγρια. Η Άννα βίωνε την απόλυτη ηδονή όσο αυτός εισερχόταν, έμοιαζε πολύς ο χρόνος, σαν να τον είχε παγώσει και να ήταν ατέλειωτος. Ένοιωθε σαν να την βιάζει τρένο όπως μπαινόβγαινε κτηνώδης και βάναυσος, σαν να κάνει έρωτα με ζώο ή δαίμονα. Ένοιωθε παρθένα και πάλι όπως το σώμα έτρεμε από πόνο και ηδονή. Ήταν δάσκαλος, μέντορας, αφέντης και εξουσιαστής. Ο πελώριος πούτσος ακουμπούσε αισθανόταν την σκληρή γυάλινη σφήνα της πίσω πόρτας και θύμιζε πως και οι δύο πύλες ήταν δικές του. Αυτός δεν ήταν έρωτας, ήταν άκαρδο πήδημα και την καύλωνε απίστευτα. Σε αυτή την πιο κλασσική, στην πιο εύκολη στάση, την είχε απογειώσει. Πετούσε στα ουράνια άγρια παραβιασμένη από όλες τι τρύπες.
- Έλα, πιο σκληρά, τόλμησε να ξεστομίσει και αυτός την άκουσε.
- Θέλεις πιο σκληρά, θα δεις τώρα ανόητη θνητή είπε με άγριο τόνο. Είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος της προηγούμενης ευγένειας.
- Ναι. Έλα, σκίσε με.
Και ήταν σκίσιμο αυτό που επακολούθησε, σήκωσε τα πόδια στους ώμους και αύξησε ταχύτητα. Ο ξυρισμένος πούτσος μπαινόβγαινέ και διέλυε κάθε τι μπροστά του. Ήταν σφυρί, βίδα και καρφί μαζί. Το σώμα τι είναι τελικά, ένα σάρκινο παιχνίδι, ένα ευαίσθητο κατασκεύασμα πολύ ανθεκτικό στην κακουχία. Έτσι ένοιωσε, δική του υποταγμένη με το σφυρί των Θεών μέσα, ανάμεσα στα πόδια, να την ξεσκίζει. Η σάρκα έφτανε στον κάματο των αντοχών, λίγο ακόμα και θα μάτωνε, λίγο ακόμα και…
Έχυσε αλύπητα και οι οργασμοί ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον. Φώναζε, έβριζε, προσπαθούσε να τον κλωτσήσει, να τον χτυπήσει αλλά ήταν δεμένη. Έχυσε και αυτός δεν σταματούσε τον φρενήρη ρυθμό ου, έχυσε ξανά απανωτά και αυτός γαμούσε αλύπητα. Οι οργασμοί έγιναν αμέτρητοι κάτι πρωτόγνωρο για αυτή που ποτέ δεν είχε περισσότερους από 1-2. Η καρδιά έσπαγε σιγά σιγά, ένοιωθε να λιώνει, ένοιωθε δυσφορία και απίστευτη ζάλη. Διαλυόταν, έσβηνε και ξαφνικά αυτός επιβράδυνε.
- Χύσε αφέντη μου, γαμιά μου, Θεέ μου, είπε η Άννα ξέπνοα.
Βγήκε από μέσα και ανέβηκε κοντά στο στήθος. Άρχισε να χύνει σιωπηλά ενώ αυτή βογκούσε από ηδονή. Έχυνε ένα ζεστό ποτάμι, μια ροή ηφαιστείου και καυτής λάβας στο στήθος και στο πρόσωπό, ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τέτοιο χύσιμο, τέτοιο ανδρικό οργασμό. Άνοιξε για λίγο τα μάτια και τα έχασε, θολά, ίσως ονειρικά γύρω από το κρεββάτι υπήρχαν 10-12 σκοτεινές φιγούρες με τεράστιους πούτσους που όλες έχυναν πάνω της. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε μέσα στην πανδαισία υγρής φωτιάς, βαφτίστηκε μέσα στο υγρό σκοτάδι χωρίς να την ενδιαφέρει ποιος την έχυνε. Ο αφέντης σταμάτησε τον ποταμό. Άνοιξε τα μάτια, ήταν μόνοι και αυτή γεμάτη με τα χύσια του. Ήταν όνειρο, φαντασίωση ή και τα δύο μαζί. Την πλησίασε, το μεγάλο κεφάλι χώθηκε στο στόμα και αυτή άρχισε να καταβροχθίζει τις τελευταίες σταγόνες. Τόσο νόστιμος σαν φράουλα, σοκολάτα και παράδεισο μαζί. Ίσως να είχε πέσει από εκεί ψηλά, σκέφτηκε ρουφώντας τις τελευταίες σταγόνες.
Ο αφέντης τον έβγαλε από το στόμα. Την έλυσε. Κάθισε δίπλα. Έμοιαζε σαν να είχε μόλις έρθει χωρίς ίχνος ιδρώτα ή κόπωσης πάνω στο σώμα.
- Φύγε. Της είπε μονολεκτικά.
- Μα, αφέντη μου…
- ΦΥΓΕ. Της είπε σκληρά.
Αυτή σηκώθηκε, περιμάζεψε όλη την αξιοπρέπεια που είχε μείνει και φόρεσε τα τακούνια.
Γύρισε απότομα και τον κοίταξε, χαμογέλασε από καρδίας σαν να τον ευχαριστούσε για την εμπειρία. Αυτός την κοίταξε και χαμογέλασε. Ήταν ακόμα ο εξουσιαστής της, σκέφτηκε. Όπως η Άννα προχωρούσε προς την έξοδο είδε έναν μεγάλο όρθιο καθρέπτη. Κοίταξε την αντανάκλασή, ήταν κατάκοπη αλλά πολύ όμορφη. Ένοιωθε 18 χρονών, ανέμελα ελεύθερη και είχε σπάσει τα δεσμά κάθε περιορισμού. Κάποιος την έπιασε από πίσω, στον όμορφο λαιμό, κάποιος άρχισε να σφίγγει ερωτικά αλλά και απαλά.
- Δεν τέλειωσα, ήταν η τελευταία σου δοκιμασία και την πέρασες με άριστα, υποτάχθηκες στον αφέντη, είσαι δική μου είπε ήρεμα και άφησε τον λαιμό.
- Ναι αφέντη μου, δική σου είπε υποταγμένη
Αυτή στηρίχθηκε όρθια στον καθρέπτη και χάθηκε σε αυτό που έβλεπε. Ο Γιατρός έμοιαζε λαμπερός και τέλειος όπως την φιλούσε, σαν ένα άγριο ζώο και ένας άγγελος μαζί, ένας σκοτεινός άγγελος. Τα μάτια έκαναν παιχνίδια. Τον κοιτούσε και αυτός έριχνε κλεφτές ματιές, ήταν υπέροχος. Τα χέρια, μάλαζαν τα ερεθισμένα στήθη, τις μεγάλες ρώγες, έμπαιναν μέσα στον υγρό παράδεισο, βρισκόταν παντού πάνω, μέσα, παντού. Ένοιωσε να τραβάει την σφήνα έξω και όλες οι αισθήσεις μπήκαν πάλι σε εγρήγορση.
- Ξέρεις τι θα σου κάνω μικρή σκλάβα, δική μου σκλάβα.
- Ναι αφέντη μου, είπε ευλαβικά
Έσπρωξε τον μεγάλο κεφάλι μέσα στην πίσω πόρτα της βασίλισσας. Αυτή υποχώρησε και άνοιξε εκπαιδευμένη. Η Άννα ένοιωσε να σκίζεται. Βόγκηξε από πόνο και ηδονή. Το μεγάλο μέλος προχωρούσε μέσα μέχρι που τα αρχίδια άγγιξαν το παραβιασμένο κωλαράκι. Ήταν όλος μέσα, ΟΛΟΣ και ένοιωθε τέλεια. Ο πρωκτικός έρωτας μπορεί καμία φορά να γίνει τόσο αισθησιακός όσο χίλιοι οργασμοί αν κάποιος ξέρει τι κάνει. Η Άννα ένοιωθε ταυτόχρονα παραβιασμένη αλλά και πλήρης όπως μπαινόβγαινε σιγά για να μην την διαλύσει. Το ένοιωθε να μπαίνει αργά και στο τέλος να καρφώνεται ενώ με το δεξί του χέρι έπαιζε με την κλειτορίδα αναζητώντας οργασμό. Την χάιδευε επιδέξια και μοναδικά ζητώντας αχόρταγα κι άλλο νέκταρ. Ήταν τόσο μεγάλος και άνοιξε τα πόδια πιο πολύ για να απολαύσει κάθε εκατοστό του σάρκινου εμβόλου. Έχυσε ξαφνικά, απελευθερώθηκε ο ποταμός της και αυτό έσφιξε πιο πολύ τον παραβιασμένο δακτύλιο. Αυτό που δεν περίμενε ήταν όμως ότι και αυτός ήταν πολύ κοντά και απελευθέρωσε άμεσα το πύρινο φορτίο του. Ήταν απίστευτη εμπειρία να νοιώθει να γεμίζει την πίσω πόρτα με καυτά χύσια. Ένοιωσε να φλέγεται και αυτό οδήγησε και πάλι σε νέους οργασμούς, αναπάντεχους, αλλεπάλληλους όπως αυτός δεν σταματούσε την ορμή και την ροή. Τον κάρφωσε με τα μάτια στον καθρέπτη, η αντανάκλαση του φαινόταν να φέρει ένα ζευγάρι ανοιχτά τεράστια φτερά. Ήταν κατάμαυρα και έμοιαζαν να καταβροχθίζουν κάθε αχτίδα φωτός μέσα τους. Έχυνε και τα φτερά έμοιαζαν να πάλλονται σαν αρπακτικού που ετοιμάζεται να επιτεθεί. Τα μάτια έβλεπαν και πάλι κάτι που δεν υπήρχε, σκέφτηκε η Άννα και τα έκλεισε.
Την δάγκωσε στον λαιμό με ένα ρουφηχτό φιλί, άφησε ένα συμμετρικό σημάδι όπως έβγαινε από πίσω της. Την γύρισε και φίλησε τα υπέροχα χείλη με ένα ερωτικά τέλειο γλωσσόφιλο. Αυτή άνοιξε τα μάτια και δεν υπήρχαν ούτε λάμψεις, ούτε φτερά παρά μόνο ο ερωτικός της Γιατρός. Ένοιωσε χέρια να την απομακρύνουν από αυτόν και να την καθαρίζουν γρήγορα και επιδέξια όσο αυτός περίμενε χαμογελαστός. Άλειψαν το κορμί με μυρωδάτη κρέμα σώματος, χτένισαν τα ανακατωμένα μαλλιά. Ήταν και πάλι υπέροχη και λαχταριστή. Την έπιασε από το χέρι ενώ πρότεινε το άλλο και μέσα από τις σκιές αναδύθηκε η υπέροχη Μαργαρίτα. Με τις δυο καλλονές, ολόγυμνες στα ψηλοτάκουνά τους περπάτησαν προς την έξοδο του δωματίου. Ήταν ο απόλυτος άρχοντας και το γνώριζαν όλοι μέσα σε αυτό το σπίτι.
Published by Alea_jucta_est
3 years ago
Comments
Please or to post comments